αβάσταγος

αβάσταγος
-η, -ο (Μ ἀβάσταγος, -ον)
βλ. αβάστακτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • αβάστακτος — και γος και χτος, η, ο (Α ἀβάστακτος, ον και Μ ἀβάσταγος, ον) [βαστάζω]·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος 2. αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος 2. ανυπόμονος …   Dictionary of Greek

  • αβασταξιά — και αβασταγιά, η το να μη μπορεί κανείς να περιμένει, έλλειψη υπομονής, ανυπομονησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβάσταχτος ο β τ. < αβάσταγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”